- προοδηγός
- ὁ, ΜΑ [ὁδηγός]αυτός που προχωρεί, που βαδίζει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προοδηγός — one who goes before to show the way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδηγόν — προοδηγός one who goes before to show the way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδηγώ — έω, Α [προοδηγός] προπορεύομαι, δείχνω τον δρόμο … Dictionary of Greek